κάρντιφ

κάρντιφ
(Cardiff). Πόλη (300.038 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (140 τ. χλμ., 305.340 κάτ. το 2001) της νότιας Ουαλίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια όχθη της διώρυγας Μπρίστολ, στις εκβολές των ποταμών Tαφ και Pίμνεϊ, στον ποταμόκολπο του Σέβερν. Η πόλη είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο (ναυπηγεία, σιδηροδρομικές βιομηχανίες, χαρτοποιίες κλπ.) και ένα από τα κυριότερα λιμάνια της Μεγάλης Βρετανίας για τις εξαγωγές γαιανθράκων, σιδήρου και χάλυβα και τις εισαγωγές δημητριακών, γαλακτοκομικών προϊόντων και σιδηρομεταλλεύματος. Είναι επίσης αξιόλογο αλιευτικό κέντρο. Ιδρύθηκε γύρω από έναν νορμανδικό πύργο του 11ου ή 12ου αι. Έως τα μέσα του 19ου αι. ήταν ένας μεγάλος οικισμός, ο οποίος διευρύνθηκε ταχύτατα λόγω της εκμετάλλευσης των ανθρακωρυχείων που προμήθευαν καύσιμα στον βρετανικό στόλο. Το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό μνημείο της πόλης είναι ο πύργος των μαρκησίων της Mπιουτ. Το Κάρντιφ είναι από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεγάλης Βρετανίας. Μερική άποψη του δημαρχείου της πόλης Κάρντιφ, πρωτεύουσας της ομώνυμης κομητείας της νότιας Ουαλίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το
είδος γαιάνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”